Η εισήγηση Μπέβιν
Η νέα βρετανική κυβέρνηση των Εργατικών, που προήλθε από τις εκλογές του Ιουλίου 1945, δίσταζε να αναλάβει πρωτοβουλία χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Επιθυμία της ήταν να δικαιωθεί η ελληνική κυβέρνηση, αφού τα άλλα εδαφικά αιτήματα της Ελλάδας ήταν σχεδόν αδύνατο να γίνουν αποδεκτά, και η χώρα χρειαζόταν μια επιτυχία για να ικανοποιηθεί η κοινή γνώμη. Στις 21 Σεπτεμβρίου ο υπουργός Εξωτερικών Ερνεστ Μπέβιν συνέταξε απόρρητο μνημόνιο με αποδέκτη τη βρετανική κυβέρνηση: «Τυχόν αποτυχία στην απόδοση των νησιών στην Ελλάδα, τη στιγμή που βρίσκονται στην κατοχή μας», έλεγε, «θα αποτελούσε δυσμενή αντίθεση με την ικανότητα της Ρωσίας να διανέμει πρώην εχθρικά εδάφη στους δορυφόρους της, θα μείωνε το κύρος μας στην Ελλάδα και αλλού και θα αποδυνάμωνε την ελληνική κυβέρνηση, η οποία αντιμετωπίζει τη στιγμή αυτή επίθεση για την αποτυχία της να αποκομίσει οτιδήποτε από τον ειρηνευτικό διακανονισμό και θα μπορούσε να αποδειχθεί αδύνατο να επιβιώσει, αν και αυτή η ακαταμάχητη διεκδίκηση δεν γίνει αποδεκτή». Εντούτοις, η βρετανική κυβέρνηση δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να δοθεί το Καστελόριζο στην Τουρκία «λόγω εγγύτητας», γνωρίζοντας το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Αγκυρας για το νησί.
Η στάση της Τουρκίας
Η Τουρκία ήταν πρόθυμη να αποδεχτεί την ενσωμάτωση των νησιών στην ελληνική επικράτεια, με τον όρο ότι θα κατοχυρωθεί η αμυντική ασφάλεια της παράκτιας μικρασιατικής ζώνης. Η στάση της καθορίστηκε από την ανάγκη για διπλωματική σύμπραξη με τη Βρετανία, προκειμένου να διασφαλίσει την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της κατά τη ρευστή μεταπολεμική περίοδο, την κεμαλική στρατηγική τής μη εμπλοκής σε διεκδικητικούς αγώνες για εδάφη, όπου δεν επικρατούσε το ομοεθνές μουσουλμανικό στοιχείο, και τη βούλησή της να μην προκαλέσει τους Σοβιετικούς, οι οποίοι το καλοκαίρι του 1946 έθεσαν θέμα αναθεώρησης του καθεστώτος των Στενών, ενέργεια που στη Δύση ερμηνεύτηκε ως προσπάθεια της Μόσχας να αποκτήσει την υπεροχή στην ανατολική Μεσόγειο.
Η τελική απόφαση των συμμάχων για την ένωση
Στην πρώτη συνεδρίαση του Συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών των τεσσάρων συμμάχων στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1946 κανένα από τα ελληνικά εθνικά αιτήματα δεν ικανοποιήθηκε, λόγω των αντιρρήσεων του Σοβιετικού εκπροσώπου Μολότωφ. Στο θέμα της Δωδεκανήσου η Μόσχα συνδύασε τη θολή και παρελκυστική της πολιτική με την εκδήλωση δυσπιστίας προς την «αντιδραστική» κυβέρνηση του Κ. Τσαλδάρη και ενδιαφέροντος για την εξασφάλιση ναυτικών βάσεων στην περιοχή Δαρδανελλίων - Βοσπόρου.
Ωστόσο, κατά τη δεύτερη συνεδρίαση στις 27 Ιουνίου 1946 ο Μολότωφ συμφώνησε να αποδοθούν τα νησιά στην Ελλάδα, περιλαμβανομένου και του Καστελλόριζου, με μοναδικό όρο την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Η αιφνιδιαστική αλλαγή θα πρέπει να αποδοθεί στην επιμονή των Αγγλο-Αμερικανών να ικανοποιηθεί το αίτημα μιας χώρας, που είχε συνεισφέρει πολλά στη συντριβή του φασισμού, και κυρίως στη βούληση της Μόσχας να εμποδίσει την ενίσχυση της Τουρκίας σε μια περίοδο κατά την οποία οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν τεταμένες εξαιτίας των σοβιετικών πιέσεων για το ζήτημα του ελέγχου των Στενών. Η ελληνική πλευρά, λαμβάνοντας υπόψη της την απαίτηση των συμμάχων για συμβατική κατοχύρωση της αμυντικής ασφάλειας της Τουρκίας, αποδέχθηκε τον όρο του αφοπλισμού των νησιών, εφόσον μάλιστα δεν διαγραφόταν τότε ως πιθανή η διατάραξη των σχέσεών της με τη γείτονα χώρα.
Ετσι, προτού καν συνέλθει η Διάσκεψη Ειρήνης (29 Ιουλίου - 11 Οκτωβρίου 1946), το θέμα των Δωδεκανήσων είχε λάβει ευνοϊκή τροπή για την Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο η Επιτροπή Πολιτικών και Εδαφικών Ζητημάτων, επιφορτισμένη να επεξεργαστεί τους όρους της Συνθήκης Ειρήνης με την Ιταλία, υιοθέτησε ομόφωνα το ελληνικό αίτημα για την ενσωμάτωση των νήσων. Για να αποφευχθούν μελλοντικά προστριβές στη μεθοριακή ζώνη του Αιγαίου στο κείμενο οριζόταν ότι τα Δωδεκάνησα «είναι και θα παραμείνουν αποστρατιωτικοποιημένα», πρόβλεψη που θα επικαλεστεί η Τουρκία κατά τρόπο καταχρηστικό μετά το 1974.
Η ανάληψη της διοίκησης των νησιών από την Ελλάδα έγινε στις 31 Μαρτίου 1947 με την παράδοσή τους από τους Βρετανούς στον Ελληνα στρατιωτικό διοικητή, αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη. Μετά την επικύρωση της Συνθήκης με την Ιταλία, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, η Δωδεκάνησος προσαρτήθηκε και επισήμως στην Ελλάδα στις 7 Μαρτίου 1948. Ο στρατιωτικός διοικητής αποχώρησε και συστήθηκε η Γενική Διοίκηση Δωδεκανήσου, με πρώτο γενικό διοικητή τον Κάσιο γιατρό και αγωνιστή, Νικόλαο Μαυρή.
* O κ. Ιωάννης Σακκάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας της Μεσογείου στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ