Οι άρχουσες ελίτ που προέκυψαν μετά την πρώτη κατάλυση της αποικιοκρατίας διαμόρφωσαν μία εξουσία που βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην οικειοποίηση του κράτους και στις θεσμικές εξουσίες του στρατού, των μηχανισμών ασφάλειας και του κομματικού μηχανισμού. Αυτές οι ελίτ δεν προέρχονται από κάποιο φυλετικό υπόβαθρο ή από κάποιον άλλο ταξικό σχηματισμό. Αυτό σε κάποιο βαθμό τους επέτρεψε να εκφράσουν μια κάλπικη, όπως θα δούμε παρακάτω, αντιπροσωπευτικότητα.
Τα αραβικά καθεστώτα βασίστηκαν σε μία απλή συμφωνία, που χτίστηκε τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Οι κυβερνήσεις θα διασφαλίσουν ισότιμη και καθολική πρόσβαση σε βασικά αναγκαία αγαθά, όπως φαγητό, στέγαση, εκπαίδευση και υγεία, και ως αντάλλαγμα επιδίωκαν την πολιτική συγκατάθεση των λαών. Σε όσες χώρες υπήρχε πετρέλαιο, αυτό ήταν εύκολο.
Ακόμα και σε χώρες χωρίς πετρέλαιο οι μαζικές προσλήψεις στο Δημόσιο με έναν αξιοπρεπή μισθό ήταν αρκετό.
Αυτά τα μέτρα είχαν ωστόσο την ανάγκη επιδοτήσεων σε αλεύρι, ζάχαρη, βενζίνη και άλλα αγαθά ευρείας κατανάλωσης. Αναφέρω χαρακτηριστικά ότι μέχρι πριν από λίγα χρόνια τα σπίτια στην Αίγυπτο είχαν γελοία ενοίκια γιατί παλιοί νασερικοί νόμοι απαγόρευαν την αύξησή τους.Τα εργατικά συνδικάτα στις αραβικές χώρες, που πολλές φορές είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην απελευθέρωση από τους αποικιοκράτες, γρήγορα ενσωματώθηκαν, κυρίως λόγω του ότι τα μέλη τους προέρχονταν σε μεγάλο βαθμό από τον κρατικό τομέα.
Βέβαια, τα μέτρα που αναφέρθηκαν, αρχικά βελτίωσαν κατά πολύ το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Από την άλλη, ενώ διασφάλισαν τη νομιμοποίηση των κυρίαρχων ελίτ, παράλληλα δημιούργησαν στον κόσμο προσδοκίες ότι οι κυβερνήσεις πρέπει γενικά να δρουν έτσι ώστε να περιορίζουν τις ανισότητες και να προωθούν την κοινωνική ευημερία μέσω των δημοσίων δαπανών. Επιπλέον, αυτός ο ιδιότυπος κρατισμός ήταν και εκφραστής του εθνικού.
Όπως και να 'χει, το σίγουρο ήταν ότι οι κυρίαρχες αραβικές ελίτ είχαν μια συγκεκριμένη οικονομική λογική, την οποία περιγράφουν οι Henry και Spinborg. Μεταφράζω λοιπόν: «Διευθετήσεις για την πρόσοδο από την οικονομία που έχουν γίνει μεταξύ της πολιτικής ελίτ και των καπιταλιστών στην Αίγυπτο αποθαρρύνουν την ανάπτυξη που βασίζεται στις εξαγωγές, γιατί η πολιτική ελίτ μπορεί να αισχροκερδεί με την τοπική αγορά, αλλά όχι και με τις παγκόσμιες αγορές. Στους καπιταλιστές - φιλαράκια με την πολιτική εξουσία, παρέχονται ολιγοπώλια ή μονοπώλια που μπορούν να τα εκμεταλλευτούν, αφήνοντας τις πιο ανταγωνιστικές και με μεγαλύτερο ρίσκο επιχειρηματικές δραστηριότητες, που είναι προσανατολισμένες στις εξαγωγές, σε όσους δεν έχουν τη διάθεση ή δεν μπορούν να στήσουν συμφωνίες με την πολιτική ηγεσία. Έτσι το αποτέλεσμα είναι ότι η πλειονότητα της οικονομικής δραστηριότητας αποτελείται από μικρο-επιχειρήσεις, μεγάλο μέρος των οποίων έχει περάσει στην παραοικονομία. Τέτοιες επιχειρήσεις υποφέρουν από έλλειψη κεφαλαίου, τεχνολογίας, παραγωγικών δυνατοτήτων.
Η περίπτωση της Παλαιστίνης, ως πιο πρόσφατη, είναι χαρακτηριστική. Ο Αραφάτ και οι επίγονοί του έστησαν έναν τεράστιο μηχανισμό σωμάτων ασφαλείας και δημιούργησαν από τα πρώτα χρόνια εξουσίας 65.000 θέσεις απασχόλησης στην κυβέρνηση, η οποία έφτασε τελικά να απασχολεί το 19% περίπου του εργατικού δυναμικού των Κατεχόμενων. Τα νούμερα για Αίγυπτο και Τυνησία είναι ακόμα μεγαλύτερα, με την Αίγυπτο να φτάνει το 30%.
Τώρα, πώς συνδέονται όλα αυτά με την παγκοσμιοποίηση; Η Αίγυπτος, όπως και η Τυνησία λίγο αργότερα, πέρασαν από διάφορες φάσεις. Μετά όμως τη δεκαετία του 1980 κατά κύριο λόγο, μέσα από διάφορες παρεμβάσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ οι αιγυπτιακές ελίτ άρχισαν να προχωρούν σε προγράμματα «αποκρατικοποιήσεων», περιορισμού του δημόσιου τομέα, εισροής άμεσων ξένων επενδύσεων, ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας. Όλα αυτά κράτησαν μέχρι τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν κατέστη πια σαφές ότι ούτε ο δημόσιος τομέας ούτε οι μη αποδοτικές διευθυνόμενες από το κράτος επιχειρήσεις μπορούσαν πλέον να απορροφήσουν τις νέες γενιές που εισέρχονταν στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, με τις προτροπές του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι δαπάνες για την εκπαίδευση και την κοινωνική προστασία περιορίστηκαν, μολονότι οι δαπάνες για τον στρατό παρέμεναν στα ίδια επίπεδα, για να διατηρούν την πίστη αυτών των στρωμάτων προς το καθεστώς. Επιπλέον, κάτω από τα ίδια προγράμματα άρχισαν να αποσύρονται οι επιδοτήσεις προς βασικά αγαθά, με σημαντικές συνέπειες για το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού.
Αυτές οι πολιτικές, που φυσικά είχαν ορισμένα όρια λόγω της κρατικιστικής φύσης των καθεστώτων, είχαν βέβαια συγκεκριμένες κοινωνικές επιπτώσεις σε βάθος χρόνου. Κατ' αρχάς δημιούργησαν μια «επιχειρηματική - κλεπτο-κρατική» ελίτ που ωφελήθηκε από το ξεπούλημα της κρατικής περιουσίας, την οποία αγόρασε σε πολύ χαμηλές τιμές. Δεύτερον, δημιουργήθηκε ένα εσμός επιχειρηματιών, με διασυνδέσεις κυρίως με τις ΗΠΑ, που λυμαίνονταν πλουτοπαραγωγικούς πόρους της χώρας. Ο υιός του Μουμπάρακ ήταν ο κύριος εκφραστής αυτής της ελίτ και, όχι τυχαία, ο Μουμπάρακ στην προσπάθειά του να διασωθεί ξεπέταξε τον υιό ενώ από την άλλη πάγωσε πολλούς τραπεζικούς λογαριασμούς και περιουσιακά στοιχεία αυτών των επιχειρηματιών.
Ωστόσο, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές είχαν κι ένα άλλο αποτέλεσμα.
Περιόρισαν τη διακριτική ευχέρεια των κυβερνήσεων να... διορίζουν στο Δημόσιο έτσι ώστε να κατευνάζουν τις κοινωνικές διαμαρτυρίες. Πέραν τούτου, οδήγησαν και στον περιορισμό των μισθών στον τομέα αυτό δημιουργώντας ευρεία δυσαρέσκεια. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην Αίγυπτο δημιουργήθηκαν ανεξάρτητα κρατικά συνδικάτα, τα οποία μάλιστα ήταν δραστήρια
και στην εξέγερση, ενώ στις πορείες οι δημόσιοι υπάλληλοι κατέβαιναν ανεμίζοντας το μισθολόγιό τους.
Η παγκοσμιοποίηση είχε όμως και μία άλλη επίπτωση, που θα δούμε παρακάτω και έχει να κάνει με τη δημιουργία νέων πολιτικών υποκειμένων.
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ - ΓΙΑΤΙ ΕΞΕΓΕΙΡΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ)
http://www.topontiki.gr/article/15129